Αναβολή στην όποια αύξηση του κατώτατου μισθού μέχρι νεωτέρας, ώστε να μεσολαβήσουν «συστηματικά θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης», εισηγείται το ΚΕΠΕ εν όψει των σημερινών ανακοινώσεων από το υπουργικό συμβούλιο.
Ποιό είναι το σκεπτικό της εισήγησης.
Το ΚΕΠΕ επικαλείται εκτιμήσεις με βάση και στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος σύμφωνα με τις οποίες οι μικρές επιχειρήσεις (μέχρι 10 άτομα), που αποτελούν και τη συντριπτική πλειονότητα της ελληνικής επιχειρηματικότητας, είναι πιο ευαίσθητες σε μεταβολές του κατώτατου μισθού από το σύνολο των επιχειρήσεων, αφού η ελαστικότητα απασχόλησής τους ως προς τον ελάχιστο μισθό ανέρχεται στο -0,169.
Στις μεγάλες επιχειρήσεις (10 άτομα και άνω) η σχέση μεταξύ απασχόλησης και κατώτατου μισθού προκύπτει στατιστικά μη σημαντική. «Ως εκ τούτου αναμένουμε ότι οι όποιες μεταβολές του κατώτατου μισθού θα έχουν πιο δυσμενείς επιπτώσεις στην απασχόληση των μικρών επιχειρήσεων όπου οι μέσοι μισθοί είναι πολύ κοντά στον κατώτατο μισθό. Μια εναλλακτική διατύπωση θα μπορούσε να είναι ότι αυξήσεις στους ελάχιστους μισθούς βλάπτουν τις μικρές και οριακές επιχειρήσεις, ενώ δεν ενοχλούν τόσο πολύ τις μεγαλύτερες, οι οποίες μπορούν σε κάποιο βαθμό να απορροφήσουν το όποιο συνεπαγόμενο αυξημένο εργατικό κόστος», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, με βάση αδημοσίευτα δεδομένα από το Π/Σ Εργάνη, οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό στο σύνολο των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκαν διαχρονικά από 19,7% το 2016 σε 27,7 το 2020.
Μάλιστα τη διετία 2018-2019 ο αριθμός των θέσεων εργασίας που αμείβονταν με τον κατώτατο μισθό αυξήθηκε κατά περίπου 121,4 χιλιάδες. Επιπλέον, σύμφωνα με την ΤτΕ, η αύξηση του ποσοστού των θέσεων εργασίας με κατώτατο μισθό την τελευταία τριετία είναι ένα γενικευμένο φαινόμενο, αφού καταγράφεται σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες επιχειρήσεων, ηλικιακές ομάδες εργαζομένων και κατηγορίες ανά επάγγελμα, τύπο απασχόλησης και τύπο συμβολαίου.
«Συνεπώς, οι αλλαγές στον κατώτατο μισθό επηρεάζουν τον μέσο μισθό κυρίως λόγω του υψηλού αριθμού εργαζομένων που αυτός αφορά, είτε ως αμειβόμενοι με τον κατώτατο μισθό είτε ως αμειβόμενοι με μισθό υψηλότερο από τον παλιό κατώτατο αλλά χαμηλότερο από το νέο κατώτατο. Αξίζει, επίσης, να αναφέρουμε ότι η μισθολογική επίδραση ήταν πιο περιορισμένη στις μεγάλες επιχειρήσεις, στις οποίες οι απασχολούμενοι είχαν κατά κανόνα καλύτερες αμοιβές, όπως αυτό προκύπτει από τον χαμηλότερο δείκτη Kaitz και τη σχετική σταθερότητά του πριν και μετά την αύξηση του κατώτατου, αλλά και από τις εκεί εκτιμημένες ελαστικότητες. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι μικρές επιχειρήσεις, στις οποίες ο μέσος μισθός είναι πολύ κοντά στο κατώτατο, δηλαδή έχουν περισσότερους μισθωτούς που αμείβονται με τον κατώτατο, επηρεάστηκαν περισσότερο από την αύξηση του Φεβρουαρίου 2019», σχολιάζει το ΚΕΠΕ, εξηγώντας ότι αυτό συμβαίνει για δύο λόγους:
Πρώτον, αμείβουν περισσότερους εργαζόμενους με τον κατώτατο μισθό και δεύτερον το περιθώριο αντίδρασής τους με αλλαγή του μείγματος απασχόλησης είναι πιο περιορισμένο σε σύγκριση με τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Γενικότερα ωστόσο, καταγράφονται και κλαδικές διαφοροποιήσεις, με συγκεκριμένους κλάδους να εμφανίζονται πιο ευαίσθητοι σε μεταβολές του κατώτατου μισθού. Ειδικότερα, στις μικρές επιχειρήσεις πολυπληθείς κλάδοι που σχετίζονται με τον Τουρισμό και το Εμπόριο εμφανίζονται ιδιαίτερα ευαίσθητοι σε μεταβολές του κατώτατου μισθού με εκτιμώμενη ελαστικότητα περίπου στο 0,4. Ο κλάδος της Μεταποίησης βρίσκεται σε μια ομάδα κλάδων με ελαστικότητα κοντά στο 0,35, περίπου στη μέση αναφορικά με την επίδραση του κατώτατου. Κλάδοι όπως η Ενέργεια και η Δημόσια Διοίκηση χαρακτηρίζονται από χαμηλή ελαστικότητα. Αναφορικά με τις μεγάλες επιχειρήσεις η ελαστικότητα μέσων μισθών είναι μικρότερη από τις αντίστοιχες μικρές. Οι κλάδοι που σχετίζονται με τον τουρισμό συνεχίζουν να καταγράφουν σχετικά υψηλότερη ελαστικότητα. Από την άλλη, οι μεγάλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται τόσο στη μεταποίηση όσο και στο εμπόριο φαίνονται λιγότερο ευαίσθητες σε σχέση με τις αντίστοιχες μικρές.
Συνάρτηση πολλών παραγόντων ο κατώτατος
«Οι μεταβολές στους εγχώριους μισθούς δεν μπορεί να είναι αποκλειστικά συνάρτηση της εγχώριας παραγωγικότητας, αλλά και της εισοδηματικής πολιτικής των κυριότερων ανταγωνιστών μας. Οι εκτιμήσεις που καταγράφονται στο πόρισμα δείχνουν ότι η σχέση μεταξύ κατώτατου και μέσου μισθού είναι θετική, ενώ η σχέση μεταξύ κατώτατου μισθού και απασχόλησης είναι αρνητική. Μάλιστα η αρνητική επίδραση του κατώτατου μισθού στην απασχόληση εκτιμάται πιο έντονη σε περιόδους ύφεσης. Επίσης, προκύπτουν σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς την ένταση του αποτελέσματος ανάλογα με το μέγεθος και τον κλάδο δραστηριότητας της κάθε επιχείρησης. Φαίνεται ότι οι μικρές επιχειρήσεις, στις οποίες η χρήση του κατώτατου μισθού είναι πιο διαδεδομένη και οι οποίες έχουν ήδη δεχθεί μεγαλύτερο πλήγμα από την πανδημία, είναι πιο ευαίσθητες σε αλλαγές στον κατώτατο μισθό», τονίζει το ΚΕΠΕ, το οποίο επιπλέον σημειώνει ότι με δεδομένες τις πρόσφατες φορολογικές και ασφαλιστικές ελαφρύνσεις μισθωτών και επιχειρήσεων, καθώς και την πρόθεση της κυβέρνησης για περαιτέρω διεύρυνσή τους, σε συνδυασμό με τον αποπληθωρισμό, «οι πραγματικοί κατώτατοι μισθοί έχουν αυξηθεί πάνω από 2% μέσα σε μια εξαιρετικά δυσμενή χρονιά».
Να σημειωθεί πάντως ότι, σύμφωνα με το moneyreview.gr, ορισμένα μέλη της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων προτείνουν αύξηση του κατώτατου μισθού σε ποσοστό έως και 4% θεωρώντας ότι αυτό θα στείλει ένα θετικό σήμα για την επανεκκίνηση της οικονομίας, τονώνοντας τα εισοδήματα των χαμηλόμισθων και το οικονομικό κλίμα γενικότερα, ενώ δεν θα επηρεάσει δυσανάλογα το κόστος εργασίας των επιχειρήσεων.
Τα συμπεράσματα του ΚΕΠΕ από την προηγούμενη αύξηση
Η τελευταία μεταβολή του κατώτατου μισθού δεν φαίνεται να είχε μεγάλη διάχυση στην κατανομή των μισθών, τουλάχιστον σύμφωνα με την εκτίμηση του ΚΕΠΕ: Ενώ παλαιότερα οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό αποτελούσαν σημείο αναφοράς για την υπογραφή κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συλλογικών συμβάσεων, η στροφή προς τις επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις ή και προς τις ατομικές έχει πλέον περιορίσει το αποτέλεσμα διάχυσης (spillover effect) από την αύξησή τους. Το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας, το οποίο είναι σαφώς πιο απελευθερωμένο σε σύγκριση με τα χρόνια πριν την οικονομική κρίση, τόσο στη σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας, όσο και στη διευκόλυνση της χρήσης ευέλικτων μορφών εργασίας, οι οποίες πλέον αποτελούν σχεδόν το 50% των νέων θέσεων εργασίας, φαίνεται ότι αποδυναμώνει την ευρεία και άμεση επίδραση του κατώτατου μισθού σε υψηλότερα τμήματα της μισθολογικής κατανομής. Επιπλέον, και λόγω της υψηλής και παρατεταμένης ανεργίας, ο βαθμός πίεσης των εργατικών συνδικάτων είναι πιο περιορισμένος, αλλά και λόγω του διεθνούς ανταγωνισμού τα περιθώρια υποχώρησης των επιχειρήσεων είναι πιο περιορισμένα. Προκύπτει λοιπόν ότι οι παρατηρούμενες αυξήσεις περιορίζονται στα χαμηλά μισθολογικά κλιμάκια, τα οποία όμως τον τελευταίο καιρό έχουν καταστεί πολυπληθή, αφού πλέον μεγάλη μερίδα των μισθωτών αμείβεται με μισθό πολύ κοντά στον κατώτατο.